- Ηρωδιάδα
- ηαρχαίο κύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ηρωδιάδα — I (; – περ. 39 μ.Χ.).Ιουδαία βασίλισσα. Ήταν κόρη του Αριστόβουλου, γιου του Ηρώδη του Μεγάλου (που τον σκότωσε o πατέρας του γύρω στο 7 π.Χ.). Ήταν επίσης αδελφή του Αγρίππα Α’ και σύζυγος πρώτα του αδελφού του πατέρα της, Φιλίππου, και αργότερα … Dictionary of Greek
Ηρώδης — Όνομα Βασιλιάδων των Ιουδαίων. 1. Η. Α’ ο Μέγας (περ. 73 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιουδαίας. (37 π.Χ. – 4 μ.Χ.) Ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου, ο οποίος έπεισε τη ρωμαϊκή σύγκλητο … Dictionary of Greek
σαλώμη — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Πρωταγωνίστρια μιας περίφημης ευαγγελικής αφήγησης (Μαρκ. στ’ 14 29). Η Σ., παρακινούμενη από τη μητέρα της Ηρωδιάδα, που είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο το βασιλιά Ηρώδη Αντίπα, αδελφό του συζύγου της, ζήτησε και… … Dictionary of Greek
Αρέτας ή Αρέθας — Όνομα ηγεμόνων των Ναβαταίων της Πετραίας Αραβίας, ΒΔ της Αραβικής χερσονήσου. 1. Α. Γ’ ο Φιλέλλην (85 60 π.Χ.). Πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ (65 π.Χ.). 2. Α. Δ’ ο Φιλόπατρις (7 – περ. 40 μ.Χ.). Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του τετράρχη της Γαλιλαίας… … Dictionary of Greek
Βουέ, Σιμόν — (Simon Vouet, Παρίσι 1590 – 1649). Γάλλος ζωγράφος. Μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του Λοράν και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1613. Ταξίδεψε στην Αγγλία (1605), στην Κωνσταντινούπολη (1611) και στη Βενετία… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Βαπτιστής ή ο Πρόδρομος — (περ. 5 π.Χ. – 27; μ.Χ.).Άγιος και προφήτης της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Πολύ σύντομα αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε έως το 15o έτος της βασιλείας του Τιβέριου, διάγοντας ασκητική ζωή και κηρύσσοντας την … Dictionary of Greek
Μαλαρμέ, Στεφάν — (Stephan Mallarme, Παρίσι 1842 – Βαλβέν 1898). Γάλλος ποιητής. Ήταν γιος ανώτερου δημόσιου υπάλληλου. Πριν από τα 15 του χρόνια είχε χάσει ήδη τη μητέρα, την αδελφή και τον πατέρα του, απώλειες που ίσως καθόρισαν την άποψή του για τη ζωή και… … Dictionary of Greek
Μπάλτσα, Αγνή — (Λευκάδα 1944 –). Μεσόφωνος. Σπούδασε μουσική στο Ελληνικό Ωδείο της Αθήνας και στις Μουσικές Ακαδημίες του Μονάχου (με υποτροφία «Μαρία Κάλλας») και της Βιέννης. Έκανε επίσης σπουδές υποκριτικής και Γερμανικής Φιλολογίας. Έχει εμφανιστεί στα… … Dictionary of Greek
Φλομπέρ, Γκιστάβ — (Flaubert, Ρουάν 1821 – Κρουασέ, Ρουάν 1880). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε νεότατος να γράφει, επειδή τον ωθούσε μια πρόωρη αγάπη για το θέατρο, για το οποίο άφησε μερικά ημιτελή ή μέτριας αξίας έργα, αν εξαιρέσουμε τον Υποψήφιο (που ανεβάστηκε το… … Dictionary of Greek